Η Τζένη Καρέζη έζησε σαν να ήξερε πως ό,τι δεν υπερασπίζεσαι, στο παίρνουν. Αγάπησε με όλο της το πείσμα. Και έφυγε χωρίς να πει ποτέ «λυπάμαι». Η τελευταία επιστολή στον Τύπο όταν τη διεκδικούσε επίμονα ο καρκίνος. «Θέλω να ζω με τους δικούς μου. Θέλω να κάνω τη λατρεμένη μου δουλειά. Θέλω να προσφέρω. Ν’ αγαπώ και να με αγαπούν. Δεν χάνονται αυτά. Δεν πρέπει να χαθούν. Δεν θέλω να χαθούν».
«Για μένα το πρωταρχικό στοιχείο ενός ανθρώπου είναι η εκτίμηση στον εαυτό του», είχε πει η Τζένη Καρέζη σε συνέντευξή της και μέσα σε μία μόνο φράση κατάφερε να συνοψίσει ολόκληρη την ηθική της υπόσταση. Γιατί τίποτα σ’ αυτή τη γυναίκα δεν ήταν θέμα προβολής. Όλα ήταν θέμα αρχών. Είχε μεγαλείο, αλλά δεν το διαφήμιζε. Είχε πείσμα, αλλά δεν το φορούσε σημαία. Είχε εσωτερική πειθαρχία που δεν χρειαζόταν χειροκρότημα. Και πάνω απ’ όλα, είχε ένα ασυμβίβαστο καταγάλανο βλέμμα που σε κοιτούσε χωρίς να ζητά έγκριση.
Η Τζένη Καρέζη –ή, μάλλον, η Ευγενία Καρπούζη– ήταν επαναστάτρια, αντισυμβατική, αρχοντική, πεισματάρα, ρομαντική, σκληρή και δυναμική. Όχι διαδοχικά, ταυτόχρονα. Και αυτό το ταυτόχρονα ήταν που έκανε τη φυσιογνωμία της σχεδόν μυθική. Σαν να μην έζησε απλώς στον 20ό αιώνα, αλλά να δραπέτευσε από την αρχαία τραγωδία και να κατέβηκε στην Πατησίων για να παίξει την καθημερινότητα όπως άλλες παίζουν ρόλους.
Η Ευγενούλα της Κατοχής
Γεννήθηκε στις 12 Γενάρη του 1932 στην Αθήνα, αλλά η πρώτη της πατρίδα ήταν ο φόβος. Παιδί Κατοχής, με βομβαρδισμούς για νανούρισμα και πείνα για καθημερινό μάθημα, η μικρή Ευγενία μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε μετατεθεί ο πατέρας της –ένας γυμνασιάρχης με μαθηματικό μυαλό και σιδερένια πυγμή. Εκείνη όμως ήταν πιο κοντά στη μουσική απ’ ό,τι στην αριθμητική.
«Η μαμά έβαζε την Ενάτη του Μπετόβεν για να μη φοβάμαι», θα γράψει αργότερα στα Τετράδια Ζωής.
Στο σπίτι, η ατμόσφαιρα ήταν ασφυκτική. Ο πατέρας της, Κώστας Καρπούζης, αυταρχικός και συναισθηματικά ψυχρός, δεν είδε ποτέ με καλό μάτι τις καλλιτεχνικές ανησυχίες της κόρης του. Την έλεγε Ευγενία μέχρι τέλους – αρνιόταν να αναγνωρίσει την Τζένη, ακόμη και μετά την επιτυχία, ακόμη και όταν καθόταν στις τελευταίες σειρές για να τη δει στο θέατρο. Ποτέ όμως δεν πλησίασε.
Η αποκοπή ήταν αναπόφευκτη.
«Της έδωσε ένα χαστούκι μόλις έμαθε ότι πέρασε στη Σχολή του Εθνικού. Εκείνη του έπιασε το χέρι και του είπε: “Αυτό δεν θα ξαναγίνει”», θα διηγηθεί χρόνια αργότερα ο Κώστας Καζάκος.
Και δεν ξανάγινε. Η Τζένη πήρε τη μητέρα της και έφυγαν από το πατρικό. Δεν ξαναμίλησαν ουσιαστικά –ώσπου, δεκαετίες αργότερα, όταν ο Καρπούζης πέθαινε, ψιθύρισε μονάχα ένα όνομα: «Ευγενούλα». Ήταν η μόνη φορά που τη φώναξε έτσι. Και τελευταία.
Το κορίτσι που έμαθε να αντέχει
Στην Ελληνογαλλική Σχολή «Άγιος Ιωσήφ» οι καλόγριες της άλλαξαν το όνομα –από Ευγενία σε Τζένη. Εκείνη δεν αντέδρασε. Το ίδιο βράδυ, όμως, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και αποφάσισε ότι δεν θα της το έπαιρνε κανείς ποτέ πια. Ούτε το όνομα, ούτε τη φωνή.
Η Καρέζη μπήκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου παρά την άρνηση του πατέρα της, σπούδασε με άριστα και το 1954 έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο, δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη. Ένα χρόνο αργότερα, έπαιξε στην πρώτη της ταινία, Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο. Ήταν ήδη σταρ –αλλά δεν της άρεσε η λέξη.
«Δεν είμαι σέξι. Μπορεί να είμαι εγωίστρια, πεισματάρα, δύσκολη. Αλλά αν κάποιος περάσει το φράγμα, γίνομαι φίλη. Δεν μ’ ενδιαφέρει η εικόνα, με νοιάζει το βάθος», δήλωνε σε συνέντευξή της.
Έβαφε τα ξανθά μαλλιά της μαύρα από αντίδραση. Όχι για να κρύψει κάτι αλλά για να μη μοιάσει σε τίποτα με την «εύκολη» εικόνα της εποχής. Για να μη τη συγκρίνουν. Δεν της άρεσαν τα κοσμικά. Έπαιζε τάβλι, μπιρίμπα και Stratego με μανία. Έλεγε συνεχώς «χρυσό μου», μαγείρευε υπέροχα. Και ήταν μάγκισσα όσο και κοσμική.
Το αντίπαλον δέος -ή όχι;
Η Τζένη Καρέζη και η Αλίκη Βουγιουκλάκη υπήρξαν συμφοιτήτριες στο Εθνικό. Ξεκίνησαν σχεδόν φίλες, έγιναν αντίπαλες, και αργότερα ξαναβρέθηκαν. Όχι γιατί άλλαξε η μεταξύ τους χημεία, αλλά γιατί άλλαξαν οι ίδιες –και οι ανταγωνισμοί δεν χωρούσαν πια.
«Η φιλία τους εξαρτιόταν από το πόσα εισιτήρια έκοβε η καθεμιά», θα έλεγε ο πρώτος σύζυγος της Καρέζη, Ζάχος Χατζηφωτίου.
«Στο σινεμά νικούσε η Αλίκη. Στο θέατρο ποτέ», θα παραδεχτούν πολλοί.
«Ποτέ δεν υπήρξε ανταγωνισμός. Ήμασταν εντελώς διαφορετικές. Και είχαμε μια ωραία σχέση ανάμεσά μας», θα πει η ίδια η Τζένη στην τελευταία της συνέντευξη.
Για την ιστορία, η Βουγιουκλάκη ούρλιαξε πάνω από το φέρετρό της. Όχι γιατί δεν την ήξερε. Αλλά γιατί την ήξερε καλύτερα από όλους.
Ο έρωτας και το πραξικόπημα
Το 1967, στα γυρίσματα του Κονσέρτο για πολυβόλα, η Τζένη Καρέζη ερωτεύεται τον Κώστα Καζάκο με την πρώτη ματιά. Μπορεί να είχαν ξανασυναντηθεί –δεν το θυμούνται. Αυτό όμως το θυμούνται: ότι από εκείνη τη μέρα και μετά, ο ένας έγινε το καταφύγιο του άλλου.
Ο γάμος τους έγινε το 1968, χωρίς φανφάρες, με μίνι νυφικό και μεσημεριανό στη βεράντα. Όταν έμεινε έγκυος, το παιδί κινδύνευε να το βαφτίσουν οι… Παπαδόπουλος και Παττακός, λόγω ημερομηνίας. Οι γονείς του είχαν ετοιμάσει σχέδιο απόδρασης για να το κρύψουν. Τελικά γεννήθηκε στις 25 Απριλίου.
Η Καρέζη δεν ήταν απλώς πολιτικοποιημένη. Ήταν πολιτική πράξη η ίδια. Όταν ανέβασαν Το Μεγάλο μας Τσίρκο, το 1973, με κείμενα του Καμπανέλλη, μουσική του Ξαρχάκου και τραγούδι του Ξυλούρη, το κοινό παραληρούσε. Οι ασφαλίτες επίσης. Η Χούντα κατάλαβε ότι μέσα από σκηνές, τους έβριζαν κατά πρόσωπο.
Συνελήφθη. Πέρασε 23 ημέρες στην απομόνωση του ΕΑΤ-ΕΣΑ.
«Ναι, μπορώ να ξανακάνω φυλακή», είπε βγαίνοντας. Και δεν το είπε για να τρομάξει. Το είπε γιατί το εννοούσε.
Η γυναίκα και ο ρόλος
Η Καρέζη δεν φοβήθηκε ποτέ να πει την αλήθεια της. Ούτε για το θέατρο, ούτε για το σεξ, ούτε για τον έρωτα, ούτε για το σώμα της.
«Το σεξ χωρίς έρωτα δεν το καταλαβαίνω. Δεν είναι ελευθερία, είναι φθορά. Η γυναίκα πρέπει να κρατάει τον εαυτό της για τον άνθρωπο που θα αγαπήσει. Αλλιώς, όταν έρθει, δεν θα έχει τίποτα να του δώσει, παρά ένα βρόμικο κορμί και μια πιο βρόμικη ψυχή».
Ήταν αντίθετη στην κακώς εννοούμενη χειραφέτηση, όχι από συντηρητισμό, αλλά από αυστηρή αξιοπρέπεια. Πίστευε ότι οι άντρες, άλλες γυναίκες βρίσκουν σέξι, κι άλλες ερωτεύονται. Δεν την ένοιαζε ποια ήταν. Την ένοιαζε να είναι αληθινή.
Από τη «Λόλα» στη «Βιρτζίνια Γουλφ»
Η Τζένη Καρέζη γύρισε 33 ταινίες, πολλές από τις οποίες είναι πια κλασικές: Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο, Τζένη Τζένη, Μια τρελή… τρελή οικογένεια, Δεσποινίς Διευθυντής, Λόλα. Ήξερε να δίνει αίγλη στο εμπορικό και βάθος σε κάθε ρόλο αλλά και στο φαινομενικά επιφανειακό.
Αλλά η ψυχή της ήταν στο θέατρο.
Το 1982 ερμήνευσε τη Μάρθα στο Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ; του Άλμπι.
«Η Καρέζη παίζει με κάθε ίνα της. Στον εξορκισμό φτάνει σε στιγμές σπάνιας υποκριτικής. Εκεί η κριτική αφοπλίζεται», έγραψαν τα Νέα.
Το 1985 ανέβηκε στο Ηρώδειο για να παίξει Μήδεια. Ο Γεωργουσόπουλος, δύσκολος στην αποδοχή, υποκλίθηκε:
«Κέρδισε τη θέση της στην πόλιν των τραγικών μεγεθών. Δεν υπήρχε κενό στην ερμηνεία της».
Το 1988 ήταν η Λιούμποβα στον Βυσσινόκηπο και το 1990 το κύκνειο άσμα της: Διαμάντια και μπλουζ της Λούλας Αναγνωστάκη.
«Η Καρέζη δεν αφήνει αναπνοή, λέξη, βλέμμα ανεκμετάλλευτα. Προκαλεί τρόμο από την πληρότητα», έγραψε η Ροζίτα Σώκου.
Ήταν η τελευταία φορά που θα ανέβαινε στη σκηνή. Και η πρώτη που ο καρκίνος θα τη διεκδικούσε ανοιχτά.
Τετράδια ζωής (και θανάτου)
Τον Μάρτιο του 1989, διέκοψε πρόβα για να ταξιδέψει στο Λονδίνο. Η διάγνωση: γυναικολογικός καρκίνος. Δεν έκανε ποτέ δημόσιο σόου από την ασθένειά της. Δεν κατέβηκε απ’ τη σκηνή. Έπαιξε άλλη μια φορά. Ήθελε να αφήσει την τελευταία της παράσταση όρθια.
Λίγο πριν πεθάνει, έγραψε την αυτοβιογραφία της, Τετράδια Ζωής.
Μια γυναίκα. Και μόνο αυτό.
Η Τζένη Καρέζη ήταν φαινόμενο συνείδησης. Έζησε σαν να ήξερε πως ό,τι δεν υπερασπίζεσαι, στο παίρνουν. Έπαιξε σαν να μιλούσε εκ μέρους όλων όσων δεν είχαν φωνή. Αγάπησε με όλο της το πείσμα. Και έφυγε χωρίς να πει ποτέ «λυπάμαι».
Ήξερε να είναι ευγενής χωρίς να είναι καθωσπρέπει, προσγειωμένη χωρίς να χάνει το ύψος της, επαναστάτρια χωρίς να ζητά έλεος, θηλυκή χωρίς να προκαλεί, παιδί χωρίς να είναι αφελής, αρχοντική χωρίς να απαιτεί υπόκλιση.
Δεν προσπάθησε ποτέ να «περάσει στο πανθεόν». Δεν την ενδιέφερε το ύψος. Την ενδιέφερε η καθετότητα. Το να στέκεσαι όρθιος.
Η τελευταία επιστολή στον Τύπο
Λίγους μήνες πριν πεθάνει, έστειλε επιστολή στον Τύπο. Χωρίς φτιασίδια. Χωρίς ήχους ηρωισμού. Μόνο με αξιοπρέπεια, ευγνωμοσύνη και καθαρή θέληση για ζωή.
«Τρία χρόνια τώρα ταλαιπωρούμαι με σοβαρό πρόβλημα στην υγεία μου. Με φωτεινά διαλείμματα βέβαια, και με ενδιάμεσο τον περσινό χειμώνα, και την ευτυχία να παίξω το αριστούργημα της Δούλας Αναγνωστάκη «Διαμάντια και μπλουζ» στο θέατρο «Αθήναιον» και να αγαπηθεί τόσο το έργο, η παράσταση και εγώ προσωπικά από το αθηναϊκό κοινό.
Ο θεός του θεάτρου για άλλη μια φορά στάθηκε καλός και γενναιόδωρος μαζί μου και πίστευα ότι αυτή η ευτυχία θα συνεχιζόταν και φέτος. «Οτι θα επαναλαμβάναμε το «Διαμάντια και μπλουζ» στο θέατρο μας και ότι στη συνέχεια θα το παρουσιάζαμε στη Θεσσαλονίκη. Δεν στάθηκε δυνατόν. Δυστυχώς. Και πέρασα ένα ολόκληρο χειμώνα ανάμεσα σε Αθήνα-Λονδίνο δίνοντας μάχη με την αρρώστια μου και έχοντας πάντα μαζί μου τον ακριβό μου σύντροφο Κώστα Καζάκο και τον μονάκριβο γιο μου Κωνσταντίνο.
Στις πολύ δύσκολες στιγμές της ζωής, ο κάθε άνθρωπος λειτουργεί διαφορετικά. Άλλος ξορκίζει το κακό φωνάζοντας, άλλος βγάζοντας προς τα έξω την απελπισία του, άλλος σιωπώντας και μαχόμενος καρτερικά.
Αυτή η τελευταία είναι και η δική μου περίπτωση. Μαζί με την οικογένεια μου θα αγωνιστώ για την υγεία μου, για τη ζωή μου και για την επάνοδο μου στη σκηνή. Ευχαριστώ τον Τύπο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για τη διακριτική τους στάση, ευχαριστώ όλο τον κόσμο, ανώνυμους και επώνυμους για τη συμπαράσταση και την αγάπη τους και ας είναι σίγουροι ότι όλες μου οι προσπάθειες είναι να ξαναβρεθώ κοντά τους μέσω της δουλειάς μου.
Επίσης αισθάνομαι την ανάγκη να ευχαριστήσω την εκπληκτική ομάδα των γιατρών του ουρολογικού τμήματος του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου για την ετοιμότητα με την οποία αντιμετώπισαν το Μεγάλο Σάββατο το μεσημέρι την καινούργια και μάλλον επικίνδυνη περιπέτεια της υγείας μου.
Ιδιαιτέρως ευχαριστώ τους θεράποντες γιατρούς μου καθηγητή Νίκο Δαβίλα και τον γιο του Ηλία Δαβίλα για το επιστημονικό τους κύρος, τη βαθιά ανθρωπιά τους και το θερμό ενδιαφέρον με το οποίο με περιέβαλαν.
Θέλω να ζω με τους δικούς μου. Θέλω να κάνω τη λατρεμένη μου δουλειά. Θέλω να προσφέρω. Ν’ αγαπώ και να με αγαπούν. Δεν χάνονται αυτά. Δεν πρέπει να χαθούν. Δεν θέλω να χαθούν.
Και πάντα θα ελπίζω… Φιλικότατα
ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ».
Η Τζένη Καρέζη απεβίωσε στις 26 Ιουλίου 1992. Λίγους μήνες μετά, ιδρύθηκε το Ίδρυμα Τζένη Καρέζη, για την ανακουφιστική φροντίδα ασθενών. Όχι από υποχρέωση. Από επιθυμία. Τη δική της.